Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

η επιχείρησης

  • 1 βαίνω

    (αόρ. εβην) αμετ.
    1) идти, двигаться;

    βαίν κατά τού εχθρού — идти на врага;

    2) перен. идти, катиться, приближаться (к чему-л.);

    βαίν προς την απώλειαν — идти к гибели;

    η επιχείρησης βαίνει προς χρεωκοπίαν — предприятие идёт к банкротству;

    ο ασθενής βαίνει καλώς — больной идёт на поправку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαίνω

  • 2 ενεργητικό(ν)

    το бухг. тж. перен. актив;

    ενεργητικό(ν) της επιχείρησης — актив предприятия;

    έχω πολλά στο ενεργητικό(ν) μου — иметь много достоинств в своём активе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενεργητικό(ν)

  • 3 ενεργητικό(ν)

    το бухг. тж. перен. актив;

    ενεργητικό(ν) της επιχείρησης — актив предприятия;

    έχω πολλά στο ενεργητικό(ν) μου — иметь много достоинств в своём активе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενεργητικό(ν)

  • 4 πρόγραμμα

    τό
    1) программа (в разн. знач), план;

    τό πρόγραμμα τού κόμματος — программа партии;

    πρόγραμμα της οικοδόμησης τού κομμουνισμού — программа строительства коммунизма;

    πρόγραμμα εκπομπών — программа передач (радио, телевидения);

    τό πρόγραμμα της βραδιάς — программа вечера;

    σχολικό πρόγραμμα — учебная программа;

    ψηφίζω — или εγκρίνω πρόγραμμα — принимать, одобрять программу;

    έχεις κανένα πρόγραμμα γιά αύριο; — есть у тебя какие-нибудь планы на завтра?;

    2) расписание (занятий);

    πρόγραμμα μαθημάτων — расписание занятий; — школьное расписание;

    εκτός προγράμματος вне расписания;
    3) график;

    τό πρόγραμμα δουλείας επιχείρησης — производственный график;

    4) (жизненные) правила, принципы;
    έχω πρόγραμμα μου να μην αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις не в моих правилах вмешиваться в чужие дела

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόγραμμα

См. также в других словарях:

  • ἐπιχειρήσῃς — ἐπιχειρέω put one s hand to aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικά βιβλία — Αποδεικτικά στοιχεία διάφορης φύσης και μορφής (βιβλία, ημερολόγια, ειδικό λογισμικό υπολογιστών) στα οποία καταχωρίζονται, για λόγους περιγραφής, ενημέρωσης και ελέγχου, οι πράξεις της διαχείρισης της επιχείρησης. Τα λ.β. διακρίνονται σε κύρια… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»